
Από τις πιο γνωστές περιπτώσεις οικογενειακής συναισθησίας είναι εκείνη του Ναμπόκοφ. Όταν ο Ναμπόκοφ ήταν 7 ετών, είπε στη μητέρα του ότι τα χρώματα στους κύβους με τα γράμματα που χρησιμοποιούσε για να κτίσει έναν πύργο ήταν όλα «λανθασμένα». Ο Ναμπόκοφ ανακάλυψε τότε ότι και η μητέρα του ήταν συναισθητική και ότι «κάποια από τα γράμματα είχαν την ίδια τίντα για εκείνη και για μένα και ότι έβλεπε, όπως και εγώ, χρώματα ακούγοντας μουσικούς νότες». Ο υιός του Ναμπόκοφ, Ντμίτρι, είναι επίσης συναισθητικός. Ενώ είναι πολύ γνωστό ότι η μητέρα του Ναμπόκοφ ήταν συναισθητική, δεν είναι τόσο γνωστό ότι και η γυναίκα του Βέρα ήταν συναισθητική. Επομένως, και οι δύο γονείς του Ντμίτρι ήταν συναισθητικοί. Σε ένα ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση, ο Ντμίτρι συνέκρινε τη δική του συναισθησία σε ό,τι αφορούσε γράμματα και χρώματα με εκείνη των γονιών του και δεν βρήκε καμία ομοιότητα με εξαίρεση το γράμμα «Μ» το οποίο για τον πατέρα του είχε χρώμα ροζ, για τη μητέρα του μπλε και για τον ίδιο απόχρωση του λιλά ή του μωβ, σαν να ήταν ανάμειξη των δύο χρωμάτων του ροζ και του μπλε. Αρχικά, οι γλωσσολόγοι είχαν θεωρήσει τη συναισθησία του Ναμπόκοφ μεταφορική. Σύμφωνα με τον Ντμίτρι, ωστόσο, ο πατέρας του παρατηρούσε και παρακολουθούσε τη συναισθησία του «με την ίδια αυστηρότητα που ένας ερευνητής μελετά τα λεπιδόπτερα». Είναι αλήθεια ότι ο Ναμπόκοφ έζησε τα παιδικά του χρόνια ως εραστής των πεταλούδων και στη συνέχεια, επί μακρόν, εργάστηκε ως λεπτιδοπτερολόγος, δημοσιεύοντας, μάλιστα, ερευνητικές εργασίες σε σχετικές επιστημονικές επιθεωρήσεις.